Η ναυτιλιακή βιομηχανία είναι μια βιομηχανία εντάσεως κεφαλαίου διότι το κόστος που απαιτείται για την απόκτηση ενός πλοίου, είναι πάρα πολύ υψηλό και μεγαλύτερο από όλα τα άλλα κόστη που συνοδεύουν το σύνολο των δραστηριοτήτων μιας ναυτιλιακής επιχείρησης.
Επιπλέον, η ναυτιλία είναι ένας κλάδος υψηλού κινδύνου και πολλαπλών διακυμάνσεων, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο αβέβαιη και ριψοκίνδυνη την τοποθέτηση μεγάλων κεφαλαίων σε αυτόν.
Για αυτούς τους λόγους, το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς ή της κατασκευής ενός πλοίου, καλύπτεται μέσω των διαφόρων μορφών χρηματοδότησης που υπάρχουν στην αγορά και οι οποίες είναι οι:
- Τραπεζική χρηματοδότηση
- Δάνεια ναυπηγείων
- Χρηματοδοτική μίσθωση (leasing)
- Αυτοχρηματοδότηση
- Χρηματιστήριο
Τραπεζική χρηματοδότηση
Η τραπεζική χρηματοδότηση αποτελεί την πιο συχνή και συνηθισμένη μορφή χρηματοδότησης ναυτιλιακών επιχειρήσεων για την αγορά και την κατασκευή πλοίων ή ακόμα και για την αντιμετώπιση πιθανών λειτουργικών αναγκών τους.
Συνίσταται στην παροχή κεφαλαίων από την πλευρά των τραπεζών προς τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, με τη μορφή δανείου και προϋποθέτει την ύπαρξη ενός δανειακού σχεδίου το οποίο θα χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και θα εξυπηρετεί την εμπρόθεσμη πληρωμή των δόσεων του δανείου. Τα ναυτιλιακά δάνεια, συνάπτονται με βάση το κυμαινόμενο επιτόκιο LIBOR (London Interbank Offer Rate). Η διάρκεια των δανείων κυμαίνεται από 5-10
χρόνια, με τάση μείωσής της από την πλευρά των τραπεζών , λόγω της αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει τις δραστηριότητες του ναυτιλιακού κλάδου.
Οι τράπεζες αποτελούσαν τη σημαντικότερη πηγή ναυτιλιακής χρηματοδότησης για πάρα πολλά χρόνια. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, αυτή η μορφή χρηματοδότησης συναντά πολλά προβλήματα λόγω της έλλειψης ρευστότητας των τραπεζών και της αβέβαιης οικονομικής κατάστασης, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να χορηγούν ναυτιλιακά δάνεια πολύ πιο δύσκολα και με αυστηρότερες προϋποθέσεις και όρους. Αυτό το γεγονός, έχει οδηγήσει πολλούς επιχειρηματίες, στην εύρεση εναλλακτικών τρόπων χρηματοδότησης των επιχειρηματικών σχεδίων τους.
Δάνεια ναυπηγείων
Τα δάνεια ναυπηγείων χορηγούνται από τις ναυπηγικές μονάδες στους ενδιαφερόμενους, σε περιπτώσεις ναυπήγησης, μετασκευής ή επισκευής ενός πλοίου, κατόπιν υπογραφής σχετικού συμβολαίου πραγματοποίησης των παραπάνω εργασιών.
Συνίστανται στην παροχή διευκολύνσεων από τα ναυπηγεία στην αποπληρωμή των οφειλόμενων κεφαλαίων με κάποια συμφωνημένη μορφή πίστωσης. Το ανώτατο χρονικό διάστημα διάρκειας της πίστωσης αυτής (δάνειο), δεν μπορεί να είναι πάνω από 10 έτη για την Ελλάδα και πάνω από 8 έτη για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η πίστωση αυτή (ευκολία πληρωμής) που παρέχουν τα ναυπηγεία ονομάζεται δάνειο, παρόλο που δεν εμπεριέχει εκταμίευση κεφαλαίων, διότι επιβαρύνεται με ένα πολύ υψηλό επιτόκιο της τάξεως του 8-10%. Επίσης, προϋποθέτει την υποχρεωτική συμμετοχή του πλοιοκτήτη με ίδια κεφάλαια στο σύνολο της επένδυσης, τουλάχιστον κατά 10%. Το ποσοστό αυτό συμμετοχής του πλοιοκτήτη συνήθως προκαταβάλλεται με την υπογραφή του συμβολαίου ναυπήγησης και η εξόφληση πραγματοποιείται με έντοκες δόσεις στο συμφωνηθέν διάστημα διάρκειας του δανείου.
Τα δάνεια ναυπηγείων θεωρούνται κρατική μορφή ναυτιλιακής χρηματοδότησης, εάν τα ναυπηγεία ανήκουν στο κράτος. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος παρεμβαίνει διαμορφώνοντας τους όρους χρηματοδότησης όπως είναι το ανώτατο επιτόκιο δανεισμού ή η χρονική διάρκεια του δανείου. Οι στόχοι ως εκ τούτου αυτής της μορφής χρηματοδότησης είναι αφενός να ενισχυθούν τα ναυπηγεία μιας χώρας μέσω της αύξησης των εργασιών τους και της επιλογής των πλοιοκτητών να τα χρησιμοποιήσουν και αφετέρου να δοθεί μια εναλλακτική μορφή χρηματοδότησης-ενίσχυσης των πλοιοκτητών και της ναυτιλίας, χωρίς τους αυστηρούς όρους, προϋποθέσεις και ελέγχους που επιβάλλει η τραπεζική χρηματοδότηση.
Χρηματοδοτική μίσθωση (leasing)
Σε αυτήν την περίπτωση ναυτιλιακής χρηματοδότησης, το πλοίο αγοράζεται από έναν χρηματοδοτικό οργανισμό και μισθώνεται στον εφοπλιστή, βάση ενός μακροπρόθεσμου συμβολαίου μίσθωσης 15-20 ετών. Ο εφοπλιστής έχει τον απόλυτο έλεγχο της εκμετάλλευσης και της λειτουργίας του πλοίου, είναι υπεύθυνος για τη διαχείρισή του, αλλά του ανήκει μόνο η χρήση του πλοίου και όχι η κυριότητα. Η κυριότητα του πλοίου, ανήκει στον χρηματοδοτικό οργανισμό.
Η μορφή αυτή χρηματοδότησης, λειτουργεί στην ουσία όπως η ναύλωση πλοίου γυμνού. Κατά τη διάρκεια της παραχώρησης εκμετάλλευσης του πλοίου, ο εφοπλιστής καρπώνεται όλα τα έσοδα που προκύπτουν από τη λειτουργία του πλοίου, αλλά είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ένα αντίτιμο στον χρηματοδοτικό οργανισμό, υπό τη μορφή έντοκης δόσης. Το επιτόκιο που βαραίνει αυτή τη μορφή χρηματοδότησης, είναι αρκετά υψηλό.
Στο τέλος της διάρκειας μίσθωσης, ο εφοπλιστής έχει τη δυνατότητα να αγοράσει το πλοίο, έναντι ενός χαμηλού σχετικά ποσού το οποίο υπολογίζεται με βάση την αρχική αξία αγοράς του πλοίου, συν το επίπεδο του πληθωρισμού, μείον το συνολικό ποσό των δόσεων που έχει καταβληθεί από τον εφοπλιστή κατά τη διάρκεια της σύμβασης μίσθωσης.
Τα πλεονεκτήματα της χρηματοδοτικής μίσθωσης έναντι άλλων μορφών χρηματοδότησης, είναι:
- Μη καταβολή κεφαλαίου απόκτησης πλοίου από την πλευρά του εφοπλιστή.
- Αποφυγή φορολογίας από τη μη απόκτηση της κυριότητας του πλοίου.
- Διατήρηση της ρευστότητάς του.
- Ευκολότερος προγραμματισμός δαπανών.
- Αποφυγή αυστηρού ελεγκτικού καθεστώτος στη ναυτιλιακή επιχείρηση, που συνοδεύει την τραπεζική χρηματοδότηση.
- Ανάληψη μικρότερου ρίσκου ναυτιλιακών εργασιών.
Αυτοχρηματοδότηση
Η αυτοχρηματοδότηση συνίσταται στην καταβολή ιδίων κεφαλαίων από τον πλοιοκτήτη για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της επιχείρησής του. Αποτελούσε τη συνηθέστερη μορφή χρηματοδότησης τα παλαιότερα χρόνια, όπου οι τιμές των πλοίων ήταν χαμηλότερες και οι υπόλοιπες μορφές χρηματοδότησης ναυτιλιακών επιχειρήσεων δεν ήταν τόσο διαδεδομένες.
Στις μέρες μας, αυτοχρηματοδότηση εξ ολοκλήρου δεν υφίσταται ως μοναδική πηγή εύρεσης κεφαλαίων. Συνήθως χρησιμοποιείται αυτοχρηματοδότηση για να καλυφθεί ένα μικρό μόνο μέρος των ναυτιλιακών επενδύσεων σε συνδυασμό με κάποια άλλη μορφή χρηματοδότησης (π.χ. τραπεζική).
Το πλεονεκτήματα που έχει έστω και η εν μέρει αυτοχρηματοδότηση συνίστανται στην αποφυγή υψηλών επιτοκίων δανεισμού ή μείωση του κόστους δανεισμού, την αποφυγή αυστηρών διαδικασιών ελέγχου στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις από τους τραπεζικούς φορείς χρηματοδότησης και την πιο άμεση αξιοποίηση εσόδων – κερδών από τον πλοιοκτήτη.
Μειονεκτήματα της αυτοχρηματοδότησης, θεωρούνται η μείωση ρευστότητας της επιχείρησης, η ανάληψη υψηλού ρίσκου και έκθεση της επιχείρησης σε κίνδυνο η δέσμευση κεφαλαίων, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε άλλους τομείς (π.χ. κάλυψη έκτακτων λειτουργικών εξόδων επιχείρησης).
Εισαγωγή εταιρείας στο χρηματιστήριο
Η εισαγωγή ναυτιλιακών εταιρειών στο χρηματιστήριο, ως μέσο χρηματοδότησης των εργασιών τους, αποτελεί νέα τάση που ολοένα και κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια.
Ο βασικότερος λόγος που μια εταιρεία ναυτιλιακών δραστηριοτήτων επιλέγει τη λύση εισαγωγής στο χρηματιστήριο, είναι η δυσκολία απόκτησης τραπεζικού δανεισμού και η ανάγκη εύρεσης εναλλακτικών τρόπων χρηματοδότησης με μικρότερο κόστος. Ως εκ τούτου, το χρηματιστήριο, αποτελεί τη δεύτερη πιο διαδεδομένη λύση, μετά τον τραπεζικό δανεισμό, για τις μεγάλες κυρίως ναυτιλιακές εταιρείες.
Τα κύρια ναυτιλιακά χρηματιστηριακά κέντρα είναι το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη, το Όσλο και η Στοκχόλμη.
Για να εισαχθεί μια εταιρεία στο χρηματιστήριο, θα πρέπει η αίτηση εισαγωγής της να εγκριθεί από τις εκάστοτε χρηματιστηριακές αρχές και την επιτροπή κεφαλαιαγοράς κάθε χώρας, με βάση κριτήρια όπως: η κατάθεση επιχειρηματικού και επενδυτικού σχεδίου στο οποίο να απεικονίζονται η παρούσα αξία της εταιρείας, η αποτίμησή της σε μετοχές και η αξία της μετοχής, οι ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας από ορκωτό ελεγκτή και ύπαρξη ιδίων κεφαλαίων ύψους από 3-15 εκ. ευρώ, η δημοσίευση οικονομικών καταστάσεων (στο χρηματιστήριο μπορούν να μπουν μόνο Α.Ε.) για τουλάχιστον 3 οικονομικές χρήσεις οι οποίες να προηγούνται της αίτησης εισαγωγής, η ύπαρξη κερδών τριετίας ύψους από 4-12 εκ. ευρώ, ο έλεγχος συμμόρφωσης της εταιρείας με τις κείμενες διατάξεις του νόμου και ο φορολογικός έλεγχος.
Σε γενικές γραμμές, η εισαγωγή μιας εταιρείας στο χρηματιστήριο, επιτυγχάνει αύξηση του βαθμού ρευστότητας της μετοχής και έχει ευεργετικά αποτελέσματα, τόσο για την ίδια την επιχείρηση, όσο και για την οικονομία στο σύνολό της.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν αρκετοί Έλληνες πλοιοκτήτες, οι οποίοι βλέπουν αρνητικά τη λύση της ναυτιλιακής χρηματοδότησης μέσω χρηματιστηρίου για πολλούς λόγους, όπως: την πιο χαλαρή δομή των ελληνικών ναυτιλιακών επιχειρήσεων, το κόστος προετοιμασίας της αίτησης εισαγωγής στο χρηματιστήριο, την έλλειψη ευελιξίας στη διοίκηση των περισσότερων ναυτιλιακών επιχειρήσεων, τη φύση της ναυτιλιακής βιομηχανίας η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλό ρίσκο, μεγάλες διακυμάνσεις και αβεβαιότητα και την αποκάλυψη επιχειρηματικών στρατηγικών σε ανταγωνιστές, καθώς οι επιχειρηματικές κινήσεις μιας εισηγμένης εταιρείας στο χρηματιστήριο, γνωστοποιούνται εκ των προτέρων, προκειμένου να διαμορφώσουν ένα θετικό κλίμα για τη ζήτηση της μετοχής και τη διαμόρφωση της τιμής της σε υψηλά επίπεδα.